θεώρημα

θεώρημα
(Μαθημ.). Πρόταση του τύπου: αν ισχύει Α, τότε θα ισχύει Β. Το Α χαρακτηρίζεται ως υπόθεση και το Β ως συμπέρασμα του θ. Η μετάβαση από την υπόθεση στο συμπέρασμα γίνεται με την απόδειξη. Η απόδειξη στηρίζεται στην υπόθεση, σε άλλα (ενδεχομένως) γνωστά θ. καθώς και σε αξιώματα της περιοχής, στην οποία αναφέρεται το θ. Από τα μαθηματικά του γυμνασίου είναι γνωστά πολλά θ. (από την άλγεβρα, τη γεωμετρία, τα στοιχεία της ανάλυσης). Έτσι, για παράδειγμα, στη στοιχειώδη γεωμετρία ένα θ. είναι το εξής: αν ενός τριγώνου ΑΒΓ οι δύο πλευρές είναι ίσες μεταξύ τους (υπόθεση), τότε οι γωνίες που βρίσκονται απέναντι από αυτές είναι ίσες. Η απόδειξη ενός θ. μπορεί να χαρακτηριστεί άλλοτε ως άμεση (απευθείας μετάβαση από την υπόθεση στο συμπέρασμα) και άλλοτε ως έμμεση (μέθοδος απόδειξης με απαγωγή εις άτοπον).
* * *
το (ΑΜ θεώρημα) [θεωρώ]
(στα μαθηματικά ή άλλες επιστήμες)
πρόταση τής οποίας η αλήθεια είναι εμφανής αλλά χρειάζεται και να αποδειχθεί
μσν.
αφήγηση
μσν.-αρχ.
1. όραμα το οποίο βλέπει κάποιος μετά από περισυλλογή ή με την ενόραση
2. δογματική άποψη, σύλληψη θρησκευτικών αληθειών με την περισυλλογή και την προσευχή
3. τμήμα, μέρος τού λόγου
αρχ.
1. θέαμα
2. εορτασμός
3. εκείνο το οποίο είναι δυνατό να παρατηρήσει κάποιος
4. θεωρία
5. πρόταση που έχει διατυπωθεί και αιτιολογηθεί ύστερα από έρευνα
6. έρευνα, εξέταση
7. πληθ. τὰ θεωρήματα
οι τέχνες και οι επιστήμες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θεώρημα — sight neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεώρημα — το, ατος πρόταση στα μαθηματικά που χρειάζεται να αποδειχτεί η αλήθεια της: Το θεώρημα των τριών καθέτων. – Πυθαγόρειο θεώρημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Accipe a me καθολικὸν θεώρημα: Nemo unquam, nec poëta, nec orator fuit, qui quemque meliorem se arbi… — Accipe a me καθολικὸν θεώρημα: Nemo unquam, nec poëta, nec orator fuit, qui quemque meliorem se arbitretur. См. Всякому свое мило …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • θεωρημάτων — θεώρημα sight neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρήμασι — θεώρημα sight neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρήμασιν — θεώρημα sight neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρήματα — θεώρημα sight neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρήματι — θεώρημα sight neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρήματος — θεώρημα sight neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριγωνομετρία — Κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με το θεμελιώδες πρόβλημα του υπολογισμού όλων των στοιχείων ενός τριγώνου, όταν μας είναι γνωστά μερικά από αυτά, αλλά ικανά να το προσδιορίσουν. Επειδή τα τρίγωνα διακρίνονται σε επίπεδα και σφαιρικά, γι’… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”